- αλάτρευτος
- -η, -ο1. αυτός που δε λατρεύεται: Ο Διόνυσος σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας έμενε αλάτρευτος.2. παραμελημένος: Το περιβόλι είχε μείνει αλάτρευτο κι είχε αγριέψει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.